ξεγύρισμα

ξεγύρισμα
το [ξεγυρίζω]
1. το γύρισμα τού επάνω κάτω ή τού μέσα προς τα έξω ενός πράγματος
2. καλυτέρευση τής κατάστασης ασθενούς, ανάρρωση
3. μαντρωμένη έκταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεγύρισμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξεγυρίζω, γύρισμα από το άλλο μέρος. 2. μτφ., ανάρρωση, πορεία της υγείας προς το καλύτερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντεκουπάζ — και ντεκουπάρισμα, το 1. (φωτογρ. τυπογρ.) εργασία κατά την οποία μία εικόνα αποχωρίζεται από τον περίγυρό της, από το φόντο της, ξεγύρισμα 2. κινημ. τελική διαμόρφωση τού σεναρίου κινηματογραφικής ταινίας κατά την οποία γίνεται χωρισμός τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”